ὀροφίας

ὀροφίας
ὀροφίᾱς , ὀρόφιος
fem acc pl
ὀροφίᾱς , ὀρόφιος
fem gen sg (attic doric aeolic)
ὀροφίᾱς , ὀροφίας
living under a roof
masc acc pl
ὀροφίᾱς , ὀροφίας
living under a roof
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
ὀροφίᾱς , ὀροφίης
masc acc pl
ὀροφίᾱς , ὀροφίης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οροφίας — ὀροφίας, ὁ (Α) αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῡς... ὀροφίας» ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. ιας (πρβλ. κλιματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ὀροφίαι — ὀροφίᾱͅ , ὀρόφιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὀροφίας living under a roof masc nom/voc pl ὀροφίᾱͅ , ὀροφίας living under a roof masc dat sg (attic doric aeolic) ὀροφίης masc nom/voc pl ὀροφίᾱͅ , ὀροφίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”